μόλυβδος

μόλυβδος
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν της ραδιενεργής μεταστοιχείωσης του ραδίου. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση, περιέχεται σε διάφορα ορυκτά, όπως στον αγγλεζίτη, κερουσίτη, μιμετεζίτη και κυρίως στον γαληνίτη. Ο μ. είναι γνωστός από την αρχαιότητα: τον χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι για να κατασκευάζουν αγωγούς νερού. Είναι μέταλλο κυανόφαιο, λίγο λαμπερό, με ειδικό βάρος 11,34, τήκεται στους 327,4°C, βράζει στους 1.750°C και έχει μικρή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα· είναι λίγο εύπλαστο, αρκετά ελατό, εξολκείται εύκολα σε σύρματα ή ελάσματα και διαθέτει μικρή μηχανική αντοχή. Στον αέρα επικαλύπτεται ταχύτατα από ένα στρώμα οξειδίου, που το προστατεύει από βαθύτερη οξείδωση· σε κατάσταση λεπτής κονιοποίησης προσβάλλεται από το θειικό και υδροχλωρικό οξύ και ευκολότερα από το νιτρικό οξύ και από διάφορα οργανικά οξέα, μεταξύ των οποίων από το οξικό οξύ. Όλες οι ενώσεις του μ. είναι δηλητηριώδεις· γι’ αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε δοχεία που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τροφίμων. Η μεταλλουργία του μ. περιλαμβάνει τρία στάδια: τη φρύξη, την αναγωγή και τον καθαρισμό. Μετά τη λειοτρίβηση, το ορυκτό ψήνεται σε καμίνους ασβέστου για να μετασχηματιστεί το θειικό σε οξείδιο, το οποίο τήκεται με κοκ και φέρεται σε καμίνους με κύπελλα, όπου ανάγεται σε ακάθαρτο μεταλλικό μ., που λέγεται τεχνικός μ. Για να παραληφθεί καθαρός τήκεται σε χαμηλή θερμοκρασία σε αβαθείς φλογοβόλους καμίνους όπου οι ακαθαρσίες ανεβαίνουν στην επιφάνεια και παραμένει το καθαρό μέταλλο. Ο μ. χρησιμοποιείται σε διάφορα κράματα: μόλυβδος - κασσίτερος για συγκολλήσεις· μόλυβδος - κασσίτερος - αντιμόνιο για τυπογραφικά στοιχεία· μόλυβδος - αρσενικό για σκάγια κυνηγιού. Οι κύριες ενώσεις του είναι το μίνιο ή οξείδιο μεικτό Pb3O4, που χρησιμοποιείται για αντιοξειδωτικά βερνίκια· ο λιθάργυρος PbO, με εφαρμογές στην υαλουργία και στην κεραμική· το βασικό ανθρακικό (λευκό μολύβδου), που χρησιμοποιείται ως λευκό χρώμα για βερνίκια· το οξικό, για την παρασκευή του μολυβόνερου· ο τετρααιθυλικός μόλυβδος, πολύ δηλητηριώδης, ως αντιεκτονωτικό. Οι κυριότερες παραγωγοί χώρες μ. είναι: οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Γερμανία, η Αυστραλία, το Μεξικό και ο Καναδάς.(Ιατρ.) Από τις ενώσεις του μ. χρήσιμες στην ιατρική είναι το βασικό οξικό άλας, για την παρασκευή του μολυβόνερου, και το φυτικό – ορυκτό νερό του Γκουλάρ· και τα δυο αυτά είδη νερού είναι κατάλληλα μόνο για εξωτερική χρήση σε επιθέματα, ώστε να αξιοποιούνται οι αντιφλογιστικές ιδιότητες του στοιχείου, σε σχέση με την κανονική αγγειοσυστολή και ξήρανση των ιστών, που συμβαίνει όταν το φλογισμένο μέρος έρχεται σε επαφή με μερικά άλατά του. Η μεγάλη τοξίνωση από μ. είναι σπανιότατη, επειδή το στοιχείο απορροφάται βραδύτατα. Ιδιαίτερα σοβαρή η χρόνια τοξίνωση. Απλοποιημένη σχηματική παράταξη της διαδικασίας που εφαρμόζεται για να γίνει δυνατός ο αποχωρισμός μόλυβδου από τα ορυκτά του: επειδή αυτά περιέχουν γενικά και άλλα μέταλλα, η μεταλλουργική διαδικασία απαιτεί περισσότερες φάσεις καθαρισμού και τα υποπροϊόντα χρησιμοποιούνται σε άλλες ειδικές μεταλλουργίες (ψευδάργυρου, χρυσού κλπ.).
* * *
ο (ΑΜ μόλυβδος, ό, (Α μόλυβδος, ό, ή)
κυανόλευκο μεταλλικό χημικό στοιχείο εξαιρετικά βαρύ, τού οποίου η πρόσφατη τομή παρουσιάζει χαρακτηριστική μεταλλική λάμψη και το οποίο συμπεριλαμβάνεται στα επτά μέταλλα που ήταν γνωστά κατά την αρχαιότητα και έχει σύμβολο Pb και ατομικό αριθμό 82
αρχ.
1. μαύρος μόλυβδος, γραφίτης χρήσιμος για τη δοκιμή τού χρυσού
2. κυκλικό τεμάχιο μολύβδου που χρησίμευε για χάραξη γραμμών
3. μήλη για εξέταξη τής μήτρας
4. το θηλ. η στάθμη τών κτιστών, η μολυβδίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μόλυβδος προήλθε πιθ. από τον τ. μόλιβος, οπότε το -ι- τράπηκε σε -υ- μπροστά από το χειλικό -β-, ενώ εμφανίζει επίθημα -δος(πρβλ. τις παρεμφερείς σημασιολογικά λ. κιβ-δος, λύγ-δος). Κατ' άλλους, ο τ. μόλυβδος < *μόλυβyος. Η λ. είναι πιθ. παράλληλο δάνειο με το λατ. plumbum από μια κοινή πηγή, πιθ. ιβηρικής προελεύσεως, λόγω τών πλούσιων κοιτασμάτων μολύβδου τής Ιβηρικής Χερσονήσου. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Μυκηναίοι διατηρούσαν σχέσεις με τη δυτική Μεσόγειο (πρβλ. μυκην. τ. mo-ri-wo-do «μόλυβδος»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τα μέλας, μολύνω.
ΠΑΡ. μολύβδαινα, μολυβδίς (-ίδα), μολύβ(δ)ινος, μολυβδίτις, μολυβδώνω, μολύβ(δ)ι(ον)
αρχ.
μολιβίσκος, μολυβάς, μολύβδεος, μολυβδίζω, μόλιβδικός, μολυβδιώ, μολυβδώδης, μολυβίς, μολυβούς, μολυβρός
μσν.
μολύβα, μολυβδαίος, μολυβός
νεοελλ.
μολυβδίτης.
ΣΥΝΘ. (Α'συνθετικό) μολυβδοειδής, μολυβ(δ)ουργός, μολυβδοχόος, μολυβδόχρους
αρχ.
μολιβαχθής, μολιβοσφιγγής, μολυβδάνθρωπος, μολυβδόγεον, μολυβδόδετος, μολυβδοκόπος, μολυβδοφανής, μολυβδόχαλκος
αρχ.-μσν.
μολυβδοτήξ
μσν.
μολυβδοβόλον, μολυβδοβούλλα, μολυβδοσκεπασμένος
μσν.- νεοελλ.
μολυβ(δ)οσκέπαστος, μολυβδοχύτης
νεοελλ.
μολυβδασφάλεια, μολυβδοθάλαμος, μολυβ(δ)οκόνδυλο, μολυβδομαντεία, μολυβ(δ)όνερο, μολυβδοξύστης, μολυβδοσκωρία, μολυβδοσωλήνας, μολυβδούχος, μολυβδοφυλλίτης, μολυβδύαλος. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρομόλυβδος, κυκλομόλυβδος, χαλκομόλυβδος
νεοελλ.
αμόλυβδος, ραδιομόλυβδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόλυβδος — lead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλυβδος — ο χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολίβδοις — μόλυβδος lead masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολίβδου — μόλυβδος lead masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολίβδους — μόλυβδος lead masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολίβδων — μόλυβδος lead masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολίβδῳ — μόλυβδος lead masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύβδοις — μόλυβδος lead masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύβδοισι — μόλυβδος lead masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύβδου — μόλυβδος lead masc gen sg μολυβδόω melt like lead pres imperat act 2nd sg μολυβδόω melt like lead imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”